χηλοειδής

χηλοειδής
-ές, Ν
1. όμοιος με χηλή
2. το ουδ. ως ουσ. το χηλοειδές
ιατρ. υπερτροφική ουλή τού δέρματος, με ογκοειδή όψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή + -ειδής*. Ως όρος τής ιατρ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. cheloide].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”